γριτζανίζω
Смотреть что такое "γριτζανίζω" в других словарях:
γριτζανίζω — και κριτσανίζω 1. τρώω ξερά πράγματα που τρίζουν, ροκανίζω 2. (για φαγητά) τρίζω κατά τη μάσηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη (πρβλ. γρατσουνίζω)] … Dictionary of Greek
κριτσανίζω — βλ. γριτζανίζω … Dictionary of Greek