γριτζανίζω

γριτζανίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γριτζανίζω" в других словарях:

  • γριτζανίζω — και κριτσανίζω 1. τρώω ξερά πράγματα που τρίζουν, ροκανίζω 2. (για φαγητά) τρίζω κατά τη μάσηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη (πρβλ. γρατσουνίζω)] …   Dictionary of Greek

  • κριτσανίζω — βλ. γριτζανίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»